κατατομή

κατατομή
η
1. κατακόρυφη τομή οικοδομήματος, πλοίου κ.ά: Μας έδειξε την κατατομή του πλοίου.
2. η όψη προσώπου ή πράγματος από τα πλάγια, προφίλ: Έτσι είναι η κατατομή του προσώπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατομῇ — κατατομή incision fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατομή — incision fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατομή — η (AM κατατομή) [κατατέμνω] η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψη νεοελλ. 1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα… …   Dictionary of Greek

  • κατατομῆι — κατατομῇ , κατατομή incision fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατομαῖς — κατατομή incision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατομαί — κατατομή incision fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατομῆς — κατατομή incision fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατομήν — κατατομή incision fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατομῶν — κατατομή incision fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”